- πορφύρω
- Α1. (για τη θάλασσα) φουσκώνω, αναταράζομαι υπόκωφα, χωρίς να σπάνε τα κύματα (α. «ὡς ὅτε πορφύρῃ πέλαγος μέγα κύματι κωφῷ», Ομ. Ιλ. β. «ὑπὸ στείρῃσι θάλασσα πορφύρει», Άρατ.γ. «δίνῃ πορφύροντα διήνυσαν Ἑλλήσποντον», Απολλ. Ρόδ.)2. μτφ. (για την καρδιά ή τη σκέψη) α) ταράζομαι, ανησυχώ (α. «πολλὰ δὲ οἱ κραδίη πόρφυρες μένοντι», Ομ. Ιλ.)β) σκέπτομαι, διαλογίζομαι, υπολογίζω («ἄλλα δὲ θυμῷ πορφύρει», Κόιντ.β. «πορφύρουσα οἷον ἑῇ κακὸν ἔργον ἐπεξυνώσατο βουλῇ», Απολλ. Ρόδ.)3. (για ποταμό, με διπλή σημ.) ρέω ορμητικά, αναβλύζω και γίνομαι κόκκινος (α. «Ιμέρα ἀνθ' ὕδατος ῥείτω γάλα, καὶ τὺ δὲ Κρᾱθι οἴνῳ πορφύροις», Θεόκρ.)4. παίρνω πορφυρό χρώμα (α. «τόσον ἄνθος χιονέαις πορφυρε παρηΐσι», Βίωνβ. «πορφύρων βότρυς», Ανθ. Παλ.γ. «ὑακίνθοις... ὅμοια πορφύροντες», Λουκιαν.)5. βάφω πορφυρό, δίνω πορφυρό χρώμα σε κάτι («πόρφυρε χεῑρας φόνῳ», Νόνν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < Το ρ. πορ-φύρ-ω έχει σχηματιστεί με εκφραστικό διπλασιασμό πορ- (με ανομοίωση τών δασέων και φωνηεντισμό -ο-, πρβλ. πόρ-πη*) και επίθημα -yo από τον ενεστ. φύρω «ανακατεύω, αναμιγνύω, μολύνω» (πρβλ. μορ-μύρ-ω) και συνδέεται πιθ. με το αρχ. ινδ. bhurati «αναταράσσω». Από το ρ. πορφύρω έχει παραχθεί το επίθ. πορφύρ-εος (ΙΙ) (πρβλ. μαρμάρ-εος < [i]μαρμαίρω). Το ρ. πορφύρω με αρχική σημ. «φουσκώνω, αναταράζομαι, ανησυχώ, ρέω ορμητικά» μτγν. έλαβε και τη σημ. «αναβλύζω και γίνομαι κόκκινος, παίρνω πορφυρό χρώμα, δίνω πορφυρό χρώμα σε κάτι». Η σύγχυση αυτή τής σημ. τού πορφύρω με τη σημ. τής οικογένειας τής λ. πορφύρα* μαρτυρείται ήδη στον Όμηρο με το επίθ. πορφύρεος (II) και οφείλεται πιθ. στην ομοηχία τού επιθ. πορφύρεος (II) με το επίθ. πορφύρεος (Ι) (< πορφύρα). Η σύγχυση, τέλος, αυτή στη σημ. μεταξύ τών λ. πορφύρα και πορφύρω οδήγησε και στην παρετυμολογική σύνδεση τών δύο λέξεων].
Dictionary of Greek. 2013.